- επιγί(γ)νομαι
- (αόρ. επεγενόμην) уст.1) следовать за, наступать после; 2) рождаться после
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσεπιγί(γ)νομαι — Α [ἐπιγί(γ)νομαι] 1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.) 2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός … Dictionary of Greek